φληναφώ — άω, Α βλ. φληναφώ. φληναφῶ, έω, ΝΜΑ, και φληναφῶ, άω, Α φλυαρώ, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φλήναφος] … Dictionary of Greek
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek
καταφληναφώ — καταφληναφῶ, έω (Α) (για τους αιρετικούς) λέγω ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φληναφώ «φλυαρώ, λέω ανοησίες»] … Dictionary of Greek
φλήνος — ήνεος και ήνους, τὸ, Α φλήναφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ] … Dictionary of Greek
φληνάφημα — το, ΝΜΑ [φληναφώ] φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα … Dictionary of Greek
φληναφεύω — Α [φλήναφος] φληναφώ … Dictionary of Greek
φληνύω — Α φληναφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. φλήναφος*] … Dictionary of Greek